in

Τελικά χάνουν λεφτά οι στοιχηματικές;

Τελικά χάνουν λεφτά οι στοιχηματικές;

 

Η γενική αντίληψη ότι «οι στοιχηματικές εταιρίες βγαίνουν πάντα κερδισμένες» είναι στην πραγματικότητα αρκετά παραπλανητική.

Αν ασχολείστε συστηματικά με τον κόσμο των τυχερών παιχνιδιών, πιθανότατα θα γνωρίζετε ότι πολλές εταιρίες καταλήγουν να βάλουν…λουκέτο. Κάτι που δεν θα συνέβαινε αν οδηγούνταν με μεγάλη συνέπεια στο κέρδος. Ως εκ τούτου, ισχύει πως όλοι ανεξαιρέτως οι bookmakers μπορούν να σημειώσουν απώλειες. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν δεν λειτουργούν με τον σωστό τρόπο, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σε οποιουδήποτε είδους επιχείρηση.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι τα ίδια τα στοιχήματα που μπορούν να οδηγήσουν στην κατάρρευση μιας στοιχηματικής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, όταν μια πλατφόρμα αντιμετωπίζει προβλήματα, είναι λόγω του συνολικού κόστους λειτουργίας της επιχείρησης και όχι λόγω των αυξημένων κερδισμένων στοιχημάτων που καλείται να αποπληρώσει.

Ακόμα και σε περιπτώσεις που μια ιστοσελίδα καλείται να πάρει αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο, πιθανότατα είναι σε θέση να εφαρμόσει την κατάλληλη πολιτική προκειμένου να μηδενίσει τις απώλειες. Παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν είναι ποτέ και σε κανέναν τομέα δεδομένο, πόσο μάλλον στον ιδιαίτερο κόσμο του στοιχήματος.

 

Η σημασία της ισορροπίας

Είναι γεγονός πως κάθε στοιχηματική εταιρία αποπληρώνει σε καθημερινή βάση πολλά κερδισμένα στοιχήματα που τοποθετούν τα μέλη της. Σκεφθείτε απλά πόσα φαβορί επιβεβαιώνονται καθημερινά στο ποδόσφαιρο, κάτι που όταν συμβαίνει ισοδυναμεί με χιλιάδες κερδισμένους παίκτες που οδηγούνται στο ταμείο. Για αυτόν ακριβώς το λόγο οι bookmakers «τρίβουν τα χέρια τους» όταν τοποθετούνται στοιχήματα σε αουτσάιντερ μεγάλων αποδόσεων, ή σε δελτία παρολί που συνοδεύονται από αισθητά λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Το βασικό για κάθε στοιχηματική είναι να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ κερδών και απωλειών, ακόμα κι όταν καλούνται να αποπληρώσουν υπέρογκα χρηματικά ποσά. Για να γίνει πιο κατανοητό, ας δούμε ένα παράδειγμα από το άθλημα των ιπποδρομιών. Υποθέτοντας πως ένας μεγάλος αριθμός φίλων του ιπποδρόμου έχει ποντάρει σε συγκεκριμένο άλογο – αουτσάιντερ με απόδοση 100.00 για να κερδίσει την κούρσα. Το συνολικό ποσό αποπληρωμής είναι σίγουρα τεράστιο. Την ίδια στιγμή όμως, τα κέρδη που συσσωρεύτηκαν από τα πονταρίσματα στο άλογο – φαβορί που πλήρωνε 3.50 είναι ακόμη μεγαλύτερα. Κάτι που πιθανότατα σημαίνει πως είναι αρκετά για να καλύψουν τις απώλειες και να επιφέρουν ένα μικρό έστω κέρδος.

Προκειμένου να πετύχουν αυτή την ισορροπία οι στοιχηματικές χρησιμοποιούν την μέθοδο overround, μια μέθοδο που τους αποφέρει κέρδος σε μακροπρόθεσμη βάση. Για να γίνει πιο κατανοητό, ας μείνουμε στις ιπποδρομίες υποθέτοντας πως διεξάγεται μια συγκεκριμένη κούρσα με τρία διαγωνιζόμενα άλογα. Θεωρητικά πάντα, κάθε άλογο συγκεντρώνει 33.3% πιθανότητες νίκης. Στο πλαίσιο αυτό, η απόδοση για κάθε άλογο θα έπρεπε να ανέρχεται στο 3.00, κάτι όμως που αν συνέβαινε το κέρδος για τον μπουκ δε θα ήταν εγγυημένο. Ως εκ τούτου, η απόδοση για κάθε άλογο κυμαίνεται γύρω στο 2.70. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ποντάροντας 10 € σε κάθε άλογο, το συνολικό ποντάρισμα θα ανέρχονταν στα 30 € και το κέρδος (ανεξαρτήτως νικητή) στα 27 €. Με τον τρόπο αυτό, η στοιχηματική θα εξασφάλιζε κέρδος 3 € για κάθε συνολικό ποντάρισμα ύψους 30 €.

 

Πως εξασφαλίζουν κέρδος οι στοιχηματικές;

Το σενάριο που αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα είναι αναμφίβολα το πλέον ιδανικό για κάθε στοιχηματική. Συμβαίνει όμως πολύ σπάνια καθώς τα περισσότερα αθλητικά γεγονότα απαρτίζονται από ανταγωνιστές που βάσει αποδόσεων δεν είναι ομοιόμορφα ισορροπημένοι. Βάζοντας στο μικροσκόπιο την αναμέτρηση Λίβερπουλ – Έβερτον για παράδειγμα, είναι ελάχιστοι οι παίκτες που θα ποντάρουν υπέρ της φιλοξενούμενης, με τη συντριπτική πλειοψηφία των στοιχημάτων να αφορούν τη νίκη της ομάδας του Κλοπ.

Ως άμεση συνέπεια, οι μπουκ θα κληθούν να επιστρέψουν πολύ περισσότερα χρήματα αν κερδίσει η Λίβερπουλ παρά αν ηττηθεί. Σίγουρα είναι σε θέση να διαμορφώσουν με τέτοιο τρόπο τις προσφερόμενες αποδόσεις ώστε οι πιθανότητες να είναι υπέρ τους, αλλά πολύ συχνά είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εξασφαλίσουν σίγουρο κέρδος. Για αρκετές πλατφόρμες υπάρχει η ασφαλιστική δικλίδα της… ασφάλισης για την περίπτωση μεγάλων απωλειών. Ακόμη κι έτσι όμως, όταν σε ένα Σαββατοκύριακο επιβεβαιώνεται η νίκη όλων των φαβορί από τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα, τότε οι βραχυπρόθεσμες απώλειες για τις στοιχηματικές είναι κάτι περισσότερο από αναπόφευκτες.

Παρ’ όλα αυτά, η στατιστική λέει πως σε μακροπρόθεσμη βάση οι μπουκ θα είναι κερδισμένοι, ακόμα κι αν κατά διαστήματα σημειώνουν βραχυπρόθεσμες απώλειες. Αυτό εξασφαλίζεται κατά βάση από τις περιπτώσεις που αναδεικνύεται νικήτρια μια ομάδα αουτσάιντερ, κάτι που σημαίνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των παικτών που τάχθηκε υπέρ του φαβορί σημείωσε απώλειες που ισοδυναμούν με μεγάλο κέρδος για τις στοιχηματικές.

Ας θυμηθούμε και την κατάκτηση της Premier League από τη Λέστερ το 2016. Οι ελάχιστοι παίκτες που είχαν την τρελή αυτή έμπνευση και πόνταραν στη Λέστερ, μοιράστηκαν συνολικά 3 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας. Σίγουρα πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο ποσό, αλλά σε καμία περίπτωση τόσο μεγάλο όσο το σύνολο των πονταρισμάτων που μοιράστηκε στις υπόλοιπες ομάδες του πρωταθλήματος και το οποίο ήταν αρκετό για να υπερκαλύψει την αποπληρωμή των 3 εκατομμυρίων αλλά και για να αποφέρει κέρδος στους bookmakers.

 

Τα «έξοδα» μιας στοιχηματικής

Το γεγονός ότι οι στοιχηματικές είναι σε θέση να οδηγούνται σε εξασφαλισμένο κέρδος από το σύνολο των στοιχημάτων που τοποθετούνται είναι αδιαμφισβήτητο. Σίγουρα υπάρχουν και bookmakers που σημειώνουν απώλειες λόγω λανθασμένων αποδόσεων. Αυτό όμως είναι κάτι που δε συμβαίνει με τη συχνότητα που θα επιθυμούσαν οι παίκτες του στοιχήματος, ενώ γενικότερα ισχύει πως οι όποιες απώλειες καλύπτονται από τα σετ αποδόσεων στις σωστές τιμές. Βάσει των παραπάνω, η κατάρρευση μιας στοιχηματικής οφείλεται κυρίως σε λανθασμένες επιχειρηματικές στρατηγικές που εφαρμόζονται.

Ενώ τα μεγαλύτερα brand names στον στοιχηματικό χώρο έχουν συνήθως πολύ υψηλά διαθέσιμα κεφάλαια και μεγάλη γκάμα προϊόντων που προσφέρουν στους παίκτες, δεν ισχύει το ίδιο για τις μικρότερου βεληνεκούς πλατφόρμες. Η δεύτερη αυτή κατηγορία στοιχηματικών διατρέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο αποτυχίας, όχι τόσο λόγω της γενικότερης στοιχηματικής διαχείρισης, αλλά λόγω του υψηλού κόστους λειτουργίας τους. Κάνοντας λόγο για κόστος λειτουργίας των στοιχηματικών που έχουν συσταθεί ως ανεξάρτητοι φορείς εκμετάλλευσης, αναφερόμαστε στη διασφάλιση του απαραίτητου προσωπικού που μπορεί να διευθύνει την ιστοσελίδα, την ενοικίαση της κατάλληλης τοποθεσίας και το κόστος για την εξασφάλιση της απαραίτητης αδειοδότησης. Παράλληλα, σημαντικοί είναι και οι πόροι που διατίθενται για λόγους διαφήμισης, κάτι που κρίνεται απαραίτητο με δεδομένο τον ανταγωνισμό που μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο στο πεδίο του online στοιχήματος.

 

Περισσότεροι από ένας λόγοι για την αποτυχία

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, απαιτείται συνδυασμός πολλών παραγόντων έτσι ώστε μια στοιχηματική να οδηγηθεί στην αποτυχία και στις χρηματικές απώλειες. Ο ανταγωνισμός είναι αναμφίβολα ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά προσπαθούν να προσελκύσουν νέα μέλη μέσω μιας σειράς προωθητικών ενεργειών που στο τέλος αποδεικνύονται ζημιογόνες. Η πολιτική που εφαρμόζουν προβλέπει ότι αρχικά θα σημειωθούν απώλειες (κυρίως λόγω της πίστωσης γενναιόδωρων μπόνους στα νέα μέλη), αλλά ευελπιστούν πως οι χρήστες που εγγράφονται θα συνεχίσουν να τοποθετούν τα στοιχήματα τους μετά τη λήξη της εκάστοτε προσφοράς και ως εκ τούτου ότι θα σημειώσουν κέρδος σε μακροπρόθεσμη βάση. Παρατηρείται όμως ιδιαίτερα συχνά, οι χρήστες που επωφελούνται από τα μπόνους και τις προσφορές, να αποφασίζουν στη συνέχεια να μη ρισκάρουν περαιτέρω.

Επίσης, οι νεότερες στο χώρο στοιχηματικές, είναι αρκετά πιθανό να παραβιάσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που επιβάλλει η αρμόδια ρυθμιστική αρχή. Σε μια τέτοια περίπτωση και όταν φυσικά μια τέτοια απόπειρα γίνει αντιληπτή, οι αρμόδιες αρχές που έχουν ως κύριο μέλημα την προστασία των παικτών, επιβάλλουν υψηλά πρόστιμα τα οποία είναι δυσβάσταχτα για μια νεοσύστατη επιχείρηση.

Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ότι επίσημα στοιχεία δείχνουν πως η αποτυχία μιας στοιχηματικής δεν πηγάζει από έναν και μόνο λόγο, αλλά οφείλεται σε συνδυασμό περισσότερων αιτιών. Όταν για παράδειγμα συντρέχει ένας από τους δύο λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω και παράλληλα σημειώνονται μεγάλες απώλειες διαδοχικών στοιχημάτων ή αυξάνεται το κόστος ενοικίασης, τότε η κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο και η παύση των εργασιών φαντάζει πολλές φορές ως η ιδανικότερη λύση.