Ένας τύπος μπαίνει στο κουρείο μ’ένα μικρό παιδί και ζητάει να τον κουρέψουν.
Μόλις τελείωσε το κούρεμά του, λέει στον κουρέα:
«Πετάγομαι εδώ απέναντι να πάρω τσιγάρα και μέχρι να κουρέψεις τον μικρό θα έχω γυρίσει.»
Τελειώνει το κούρεμα του αγοριού και περιμένει τον άντρα να γυρίσει.
Η ώρα περνούσε κι ο τύπος ήταν άφαντος, οπότε ρωτάει τον νεαρό:
«Μα καλά, πόση ώρα κάνει ο πατέρας σου να πάρει τσιγάρα;»
Και το παιδί του απαντάει:
«Δεν είναι πατέρας μου. Με είδε στην πλατεία που έπαιζα και με ρώτησε αν ήθελα να κουρευτώ τσάμπα!»