in

Ανέκδοτο: Ένας νεαρός ήθελε να πάει σε μια δουλειά, αλλά του είχαν κλέψει…

Ανέκδοτο: Ένας νεαρός ήθελε να πάει σε μια δουλειά, αλλά του είχαν κλέψει...

Ένας νεαρός ήθελε να πάει σε μια δουλειά, αλλά του είχαν κλέψει το μηχανάκι και αναγκάστηκε να πάει με τα πόδια.

Περπατούσε αρκετή ώρα αλλά του φάνηκε ατελείωτη η διαδρομή κι έτσι σκέφτηκε να κόψει δρόμο.

Δεν ήταν σίγουρος για το που θα τον οδηγήσει, με αποτέλεσμα να χαθεί και τον βρήκε η νύχτα.

Είχε παγωνιά γιατί ήταν χειμώνας κι έκανε ωτοστόπ αλλά κανένας δεν σταματούσε.

Η ώρα ήταν περασμένη, είχε πάει 3:00 τα μεσάνυχτα και ήταν μόνος του σε έναν ερημικό δρόμο.

Είχε κοκαλώσει από το κρύο και τα χέρια του είχαν μπλαβίσει.

Πίστευε πως αν δεν σταματούσε κάποιος, θα πέθαινε.

Μετά από λίγο του ήρθε η ιδέα να ξαπλώσει στη μέση του δρόμου, έτσι, σίγουρα κάποιος θα σταματούσε.

Μια στιγμή βλέπει να έρχεται από μακριά ένα αυτοκίνητο με μικρή ταχύτητα.

Σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.

«Μμμ, τέλεια είναι εδώ και ζεστά! Ευχαριστώ που με πήρατε…»

Κοιτάζει στη μεριά του οδηγού και βλέπει το κάθισμα άδειο.

Το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει και τον έπιασε πανικός.

«Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο!» Πάει να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο παγωμένος αέρας του άλλαξε γνώμη.

«Σιγά μην κατέβω! Ας είναι και στοιχειωμένο, θα κάτσω εδώ.» σκέφτηκε.

Το αυτοκίνητο συνέχιζε κανονικά μέχρι που μπήκε στη εθνική και κάποια στιγμή αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο για βενζίνη.

Ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και πάει ένας να μπει μέσα.

«Όπα, μη μπαίνετε εδώ μέσα, είναι στοιχειωμένο το αμάξι!»

«Τι στοιχειωμένο βρε ηλίθιε! Έμεινε από βενζίνη και το σπρώχνω τόση ώρα!»