in

Ανέκδοτο: Γυρνάει ο Θανάσης ξημερώματα στο σπίτι του…

Ανέκδοτο: Γυρνάει ο Θανάσης ξημερώματα στο σπίτι του...

Γυρνάει ο Θανάσης ξημερώματα στο σπίτι του, τύφλα στο μεθύσι, ξαπλώνει για να κοιμηθεί και πεθαίνει στον ύπνο του.

Την ώρα που φτάνει στην Πύλη του Παραδείσου αρχίζει να χτυπιέται και να φωνάζει:

«Δε θέλω να πεθάνω, αφήστε με να ζήσω, γυρίστε με πίσω!»

Ο Άγιος Πέτρος που τον υποδέχτηκε του εξήγησε ότι δεν γίνεται αυτό, κι όποιος φτάσει μέχρι εδώ, δε γυρίζει πίσω.

Ο Θανάσης συνέχισε να φωνάζει και να λέει ότι δεν ήταν η ώρα του ακόμα κι ότι είχε πολλά ακόμα να κάνει.

Ο Άγιος τον λυπήθηκε και του έδωσε την ευκαιρία να γυρίσει πίσω αλλά σαν κότα σε μια φάρμα κοντά στο σπίτι του.

Απογοητεύτηκε ο Θανάσης αλλά δέχτηκε αφού δεν είχε άλλη επιλογή.

Την ίδια στιγμή έβγαλε φτερά και βρέθηκε κοντά στην γειτονιά του.

Του ήρθε μια παράξενη αίσθηση στην κοιλιά, έσπρωξε κι έβγαλε ένα αυγό.

Το κοίταξε και από τον ενθουσιασμό του συνέχισε να σπρώχνει και να κάνει το ένα αυγό μετά το άλλο.

Ξαφνικά ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι κι άκουσε την φωνή της γυναίκας του να ουρλιάζει:

«Καλά βρε άχρηστε, δεν φτάνει που γύρισες αργά και κακάριζες όλη νύχτα… Μας έχεσες κιόλας!»